Φαίδων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γκιζίκης, Φαίδων — Παγασές Βόλου 1917 – 2000). Στρατιωτικός και πρόεδρος της δημοκρατίας στη διάρκεια της δικτατορίας (1973 74). Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο … Dictionary of Greek
Κουκουλές, Φαίδων — (Ερμούπολη Σύρου 1881 – Αθήνα 1956). Βυζαντινολόγος, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά τις φιλολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ειδικεύτηκε στη γλωσσολογία και στη βυζαντινολογία στη Γερμανία (1907 11). Διετέλεσε καθηγητής… … Dictionary of Greek
Βεγλερής, Φαίδων — (Κωνσταντινούπολη 1903 – Αθήνα 1998). Νομικός, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Μπορντό και του Παρισιού της Γαλλίας, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας του διοικητικού… … Dictionary of Greek
Федон — (Φαίδων, Phaedo) древнегреческий философ, ученик Сократа; происходил из эвпатридов гор. Элиды. Незадолго до смерти Сократа (около 401 г.), при взятии Элиды спартанцами, Ф. в числе других военнопленных достался одному торговцу рабами, который… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Федон, философ — (Φαίδων, Phaedo) древнегреческий философ, ученик Сократа; происходил из эвпатридов гор. Элиды. Незадолго до смерти Сократа (около 401 г.), при взятии Элиды спартанцами, Ф. в числе других военнопленных достался одному торговцу рабами, который… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Φαίδωνα — Φαίδων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαίδωνι — Φαίδων masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαίδωνος — Φαίδων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Морея — Карта средневекового Пелопоннеса и его основаная топонимика Морея (греч … Википедия